αμπελοκουρμούλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμπελοκουρμούλα < κουρμούλα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμπελοκουρμούλα, θηλυκό
- (κρητικά) το μικρό δενδρύλλιο του αμπελιού
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμπελοκουρμούλα
|
αμπελοκουρμούλα, θηλυκό
|