Δείτε επίσης: Αμπατζής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αμπατζής οι αμπατζήδες
      γενική του αμπατζή των αμπατζήδων
    αιτιατική τον αμπατζή τους αμπατζήδες
     κλητική αμπατζή αμπατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμπατζής < τουρκική abacı < aba (αμπάς)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμπατζής αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία