αμορτισεράς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμορτισεράς < αμορτισέρ
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμορτισεράς αρσενικό
- (επάγγελμα) τεχνίτης εξειδικευμένος στα αμορτισέρ
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμορτισεράς
|
αμορτισεράς αρσενικό
|