αμοιβαίο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αμοιβαίο
- αμοιβαίος, στην αιτιατική του ενικού
αμοιβαίο, ουδέτερο του αμοιβαίος
- στην ονομαστική του ενικού
- στην αιτιατική του ενικού
- στην κλητική του ενικού
αμοιβαίο
αμοιβαίο, ουδέτερο του αμοιβαίος