αμοιασιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμοιασιά | οι | αμοιασιές |
γενική | της | αμοιασιάς | των | αμοιασιών |
αιτιατική | την | αμοιασιά | τις | αμοιασιές |
κλητική | αμοιασιά | αμοιασιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμοιασιά < α- + μοιάζω (αόριστος: έμοιασα) + -ιά
Ουσιαστικό επεξεργασία
αμοιασιά θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- αμοιασιά - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμοιασιά
|