αμνηστεύσουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αμνηστεύσουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αμνηστεύω
- θα αμνηστεύσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αμνηστεύω