Δείτε επίσης: Αμερικανός, αμερικάνος, Αμερικάνος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αμερικανός οι αμερικανοί
      γενική του αμερικανού των αμερικανών
    αιτιατική τον αμερικανό τους αμερικανούς
     κλητική αμερικανέ αμερικανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.me.ɾi.kaˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐με‐ρι‐κα‐νός
τονικό παρώνυμο: αμερικάνος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμερικανός αρσενικό (θηλυκό αμερικανίδα)

  • Αμερικανός (σε επιθετική λειτουργία)
    η θητεία των αμερικανών προέδρων διαρκεί τέσσερα χρόνια

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις Αμερικανός και Αμερική

  Μεταφράσεις επεξεργασία