Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμειψισπορά οι αμειψισπορές
      γενική της αμειψισποράς των αμειψισπορών
    αιτιατική την αμειψισπορά τις αμειψισπορές
     κλητική αμειψισπορά αμειψισπορές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμειψισπορά < Κατά τον Ευάγγελο Πετρούνια[1] (καθαρεύουσα) ἀμειψισπορά[2] < ελληνιστική κοινή ἄμειψι(ς) (< αρχαία ελληνική ἀμείβω) + σπορά
Κατά τον Γεώργιο Μπαμπινιώτη,[3] (καθαρεύουσα) τύπος του 1849 ἀμειψισπορία < αμειψι- αρχαία ελληνική ἀμείβω + σπορά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.mi.psi.spoˈɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐μει‐ψι‐σπο‐ρά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμειψισπορά θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. αμειψισπορά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
    Οι ετυμολογίες, από τον Ευάγγελο Πετρούνια.
  2. «ἀμειψισπορά», ἀμειψισπορία - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.