Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αμαυρώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αμαυρώνω
  2. θα αμαυρώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αμαυρώνω