Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αμέλημα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αμέλημα
τα
αμελήμα
τ
α
γενική
του
αμελήμα
τ
ος
των
αμελημά
τ
ων
αιτιατική
το
αμέλημα
τα
αμελήμα
τ
α
κλητική
αμέλημα
αμελήμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αμέλημα
<
αρχαία ελληνική
ἀμέλημα
<
ἀμελέω
<
ἀμελής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αμέλημα
ουδέτερο
σφάλμα
που προκαλείται από
αμέλεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αμέλημα
γαλλικά
:
erreur
(fr)