Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλ ντέντε < ιταλική al dente (στο δόντι)

  Επίρρημα επεξεργασία

αλ ντέντε

  Μεταφράσεις επεξεργασία