αλωπεκίαση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλωπεκίαση | οι | αλωπεκιάσεις |
γενική | της | αλωπεκίασης* | των | αλωπεκιάσεων |
αιτιατική | την | αλωπεκίαση | τις | αλωπεκιάσεις |
κλητική | αλωπεκίαση | αλωπεκιάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αλωπεκιάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλωπεκίαση < αρχαία ελληνική ἀλωπεκίασις < ἀλώπηξ
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλωπεκίαση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλωπεκίαση
|