Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
δύο ρολά από αλουμινόχαρτο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλουμινόχαρτο τα αλουμινόχαρτα
      γενική του αλουμινόχαρτου των αλουμινόχαρτων
    αιτιατική το αλουμινόχαρτο τα αλουμινόχαρτα
     κλητική αλουμινόχαρτο αλουμινόχαρτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλουμινόχαρτο < αλουμίνιο + -ο- + χαρτί + -ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλουμινόχαρτο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία