αλμόλοιπο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλμόλοιπο ουδέτερο
- το διάλυμα που απομένει μετά από την επεξεργασία του θαλασσινού νερού για εξαγωγή του αλατιού
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλμόλοιπο
|
αλμόλοιπο ουδέτερο
|