αλμυρά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αλμυρά | ||
γενική | των | αλμυρών | ||
αιτιατική | τα | αλμυρά | ||
κλητική | αλμυρά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλμυρά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αλμυρός
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλμυρά ουδέτερο, πληθυντικός
- (γαστρονομία) φαγητά με αλμυρή γεύση, με πολύ αλάτι
- του αρέσουν τα αλμυρά
- (γαστρονομία) παστά, αλίπαστα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
αλμυρά
- (κυριολεκτικά) έχοντας αλμύρα
- (μεταφορικά) σε υψηλή τιμή
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλμυρά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αλμυρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αλμυρό