Δείτε επίσης: αλμύρα, αλμυριά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα αλμυρά
      γενική των αλμυρών
    αιτιατική τα αλμυρά
     κλητική αλμυρά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλμυρά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αλμυρός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλμυρά ουδέτερο, πληθυντικός

  1. (γαστρονομία) φαγητά με αλμυρή γεύση, με πολύ αλάτι
    του αρέσουν τα αλμυρά
  2. (γαστρονομία) παστά, αλίπαστα

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Επίρρημα επεξεργασία

αλμυρά

  1. (κυριολεκτικά) έχοντας αλμύρα
  2. (μεταφορικά) σε υψηλή τιμή

Άλλες μορφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αλμυρά