αλληλουΐζω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλληλουΐζω < αλλολοΐζω
Ρήμα επεξεργασία
αλληλουΐζω
- (σπάνιο) (παρωχημένο) αλλάζω γνώμη
- μετανιώνω
- (σπάνιο) (παρωχημένο) χάνω τα λογικά μου
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλληλουΐζω
|