αλληλοδανείζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλληλοδανείζομαι < αλληλο- + δανείζομαι
Ρήμα επεξεργασία
αλληλοδανείζομαι
- (σπάνιο) δανείζω κάτι σε κάποιον και κάποια άλλη φορά δανείζομαι κάτι απ' αυτόν
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλληλοδανείζομαι
|