Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αλληλεπιδράσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αλληλεπιδρώ
  2. θα αλληλεπιδράσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλληλεπιδρώ
  3. να αλληλεπιδράσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλληλεπιδρώ