αλληλεγγύη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλληλεγγύη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀλληλεγγύη[1] < ἀλληλ- + ἐγγύη
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.li.leŋˈɟi.i/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐λη‐λεγ‐γύ‐η
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλληλεγγύη θηλυκό
- η αλληλοβοήθεια και το αίσθημα ενότητας μεταξύ ανθρώπων με κοινά συμφέροντα και στόχους.
- η συμπαράσταση σε δοκιμαζόμενους συνανθρώπους
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλληλεγγύη
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αλληλεγγύη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας