αλληλασφάλιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλληλασφάλιση | οι | αλληλασφαλίσεις |
γενική | της | αλληλασφάλισης* | των | αλληλασφαλίσεων |
αιτιατική | την | αλληλασφάλιση | τις | αλληλασφαλίσεις |
κλητική | αλληλασφάλιση | αλληλασφαλίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αλληλασφαλίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλληλασφάλιση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλληλασφάλιση
|