αλληθωρίσουν
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αλληθωρίσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλληθωρίζω
- θα αλληθωρίσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλληθωρίζω