αλλαξοκαιριά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλλαξοκαιριά | οι | αλλαξοκαιριές |
γενική | της | αλλαξοκαιριάς | των | αλλαξοκαιριών |
αιτιατική | την | αλλαξοκαιριά | τις | αλλαξοκαιριές |
κλητική | αλλαξοκαιριά | αλλαξοκαιριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλλαξοκαιριά < μεσαιωνική ελληνική ἀλλαξοκαιρία ή -ριά
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλλαξοκαιριά θηλυκό
- η αλλαγή του καιρού
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλλαξοκαιριά
|