αλκαλιμετρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλκαλιμετρία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλκαλιμετρία θηλυκό
- (χημεία) προσδιορισμός του βαθμού ενός αλκαλικού διαλύματος
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλκαλιμετρία