Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλκαλικότητα οι αλκαλικότητες
      γενική της αλκαλικότητας των αλκαλικοτήτων
    αιτιατική την αλκαλικότητα τις αλκαλικότητες
     κλητική αλκαλικότητα αλκαλικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλκαλικότητα < αλκαλικ(ός) + -ότητα, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική alcalicité [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /al.ka.liˈko.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλ‐κα‐λι‐κό‐τη‐τα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλκαλικότητα θηλυκό

  1. (χημεία, βιοχημεία) η ιδιότητα ή η κατάσταση του αλκαλικού
  2. (χημεία) η ποσότητα αλκαλίου ή βάσης σ' ένα διάλυμα, που συχνά εκφράζεται σε pH

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία