Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλιπηγή οι αλιπηγές
      γενική της αλιπηγής των αλιπηγών
    αιτιατική την αλιπηγή τις αλιπηγές
     κλητική αλιπηγή αλιπηγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλιπηγή < αρχαία ελληνική ἅλς + πηγή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλιπηγή θηλυκό

  • πηγή με ιαματικά νερά που περιέχουν άλατα
    Οι πηγές της Ικαρίας θεωρούνται μεταξύ των πλέον ραδιενεργών πηγών του κόσμου και ανήκουν στην κατηγορία των υπέρθερμων ραδιενεργών αλιπηγών. (*)

  Μεταφράσεις επεξεργασία