Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλητάκος οι αλητάκοι
      γενική του αλητάκου των αλητάκων
    αιτιατική τον αλητάκο τους αλητάκους
     κλητική αλητάκο αλητάκοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλητάκος < αλήτ(ης) + υποκοριστικό επίθημα -άκος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλητάκος αρσενικό

  1. νεαρός αλήτης
  2. (χαϊδευτικό) αλήτης

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αλήτης