αλευρώσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αλευρώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αλευρώνω
- θα αλευρώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αλευρώνω
- να αλευρώσει: γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αλευρώνω