Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλευρόκολλα οι αλευρόκολλες
      γενική της αλευρόκολλας των αλευροκολλών
    αιτιατική την αλευρόκολλα τις αλευρόκολλες
     κλητική αλευρόκολλα αλευρόκολλες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλευρόκολλα < αλευρό- + -κολλα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλευρόκολλα θηλυκό

  1. κόλλα που παρασκευάζεται με αλεύρι και νερό μετά από ζέσταμα (όχι βράσιμο) και συνεχή ανάδευση, σε αναλογία 1 προς 3 αντίστοιχα
  2. (βοτανική): αζωτούχος ύλη των δημητριακών, γνωστότερη ως γλουτένη

Παράγωγα επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • ιδιαίτερα ισχυρή κόλλα για χαρτοκόλληση, στη βιβλιοδεσία, κ.α.

  Μεταφράσεις επεξεργασία