Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλευρόδενδρο τα αλευρόδενδρα
      γενική του αλευροδένδρου
αλευρόδενδρου
των αλευροδένδρων
    αιτιατική το αλευρόδενδρο τα αλευρόδενδρα
     κλητική αλευρόδενδρο αλευρόδενδρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλευρόδενδρο < αλεύρι + δένδρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλευρόδενδρο ουδέτερο

  • (φυτό) δένδρο που φύεται στην Αμερική και φέρει επίσημη ονομασία "μηλοχία (mélochie).

  Μεταφράσεις επεξεργασία