Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλευροσιλός οι αλευροσιλοί
      γενική του αλευροσιλού των αλευροσιλών
    αιτιατική τον αλευροσιλό τους αλευροσιλούς
     κλητική αλευροσιλέ αλευροσιλοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλευροσιλός < αλεύρι + σιλός (< σιλό)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλευροσιλός αρσενικό

  • κυλινδρική πυργωτή κατασκευή αποθήκευσης αλεύρων σε χύδην (χύμα) κατάσταση, (των μη συσκευασμένων)

Σημειώσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία