Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλευροπωλείο τα αλευροπωλεία
      γενική του αλευροπωλείου των αλευροπωλείων
    αιτιατική το αλευροπωλείο τα αλευροπωλεία
     κλητική αλευροπωλείο αλευροπωλεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλευροπωλείο < αλεύρι + -πωλείο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλευροπωλείο ουδέτερο, πληθυντικός αλευροπωλεία

  1. ο χώρος, ή κατάστημα πώλησης αλεύρων
  2. επιμέρους ονομασία του άλλοτε παντοπωλείου

Σημειώσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία