αλευροπασάλειμμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλευροπασάλειμμα < αλεύρι + πασάλειμμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλευροπασάλειμμα ουδέτερο, πληθυντικός αλευροπασαλείμματα
- πασάλειμμα από αλεύρι
- αλευρογύρισμα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλευροπασάλειμμα
|