αλευρομαχητής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλευρομαχητής αρσενικό
- (νεολογισμός, σπάνιο) αυτός που συμμετέχει στο έθιμο του αλευρομουτζουρώματος στο Γαλαξίδι την Καθαρά Δευτέρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλευρομαχητής
|