Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

αλευριών

  1. (θηλυκό) γενική πληθυντικού του αλευριά
  2. (ουδέτερο) γενική πληθυντικού του αλεύρι