Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

αλεξανδρινό

  1. αιτιατική ενικού του αλεξανδρινός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αλεξανδρινός
  3. καλλωπιστικό φυτό με κόκκινα φύλλα (ή αλεξαντρινό)