αλαφρόπετρα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλαφρόπετρα < αλαφρό- + πέτρα, άλλη μορφή του ελαφρόπετρα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλαφρόπετρα θηλυκό (και λαφρόπετρο)
- ελαφρόπετρα
- ※ Ο Μιχάλης κατέβηκε στη θάλασσα και τριβόταν με αλαφρόπετρα για να φύγουνε τα λάδια κι οι μουντζούρες. (⌘ Στρατής Τσίρκας, Ακυβέρνητες πολιτείες - Αριάγνη, 1962 [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλαφρόπετρα
→ δείτε τη λέξη ελαφρόπετρα |