αλακάπα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλακάπα < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα επεξεργασία
αλακάπα (τροπικό επίρρημα)
- (ιδιωματικό) που είναι ανάποδα, με το μέσα έξω
Δείτε επίσης επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- {{Π:Κουσαθανάς|435}