Δείτε επίσης: ἁλίπεδον, Ἁλίπεδον

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλίπεδο τα αλίπεδα
      γενική του αλιπέδου
αλίπεδου
των αλιπέδων
    αιτιατική το αλίπεδο τα αλίπεδα
     κλητική αλίπεδο αλίπεδα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλίπεδο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἁλίπεδον[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈli.pe.ðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λί‐πε‐δο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλίπεδο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία