ακόρντο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ακόρντο | τα | ακόρντα |
γενική | του | ακόρντου | των | ακόρντων |
αιτιατική | το | ακόρντο | τα | ακόρντα |
κλητική | ακόρντο | ακόρντα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακόρντο < (άμεσο δάνειο) ιταλική accordo
Ουσιαστικό επεξεργασία
ακόρντο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακόρντο
→ δείτε τη λέξη συγχορδία |