ακυμάτιστα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακυμάτιστα < ακυμάτιστος + -α
Επίρρημα επεξεργασία
ακυμάτιστα
- (κυριολεκτικά) χωρίς (να έχει) κύμα
- (μεταφορικά) αδιατάρακτα, γαλήνια
Άλλες μορφές επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακυμάτιστα
|
Επίρρημα επεξεργασία
ακυμάτιστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ακυμάτιστος