ακρότυπο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ακρότυπο | τα | ακρότυπα |
γενική | του | ακρότυπου & ακροτύπου |
των | ακρότυπων & ακροτύπων |
αιτιατική | το | ακρότυπο | τα | ακρότυπα |
κλητική | ακρότυπο | ακρότυπα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ακρότυπο ουδέτερο
- (τυπογραφία) ο ακρεμόνας
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακρότυπο
|