Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακρόαση οι ακροάσεις
      γενική της ακρόασης* των ακροάσεων
    αιτιατική την ακρόαση τις ακροάσεις
     κλητική ακρόαση ακροάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ακροάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακρόαση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀκρόα(σις) + -ση [1]
για επίσημη ακρόαση < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική audience
για τον ιατρικό όρο < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική ausculation

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈkɾo.a.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κρό‐α‐ση
 
ακρόαση ασθενούς με στηθοσκόπιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακρόαση θηλυκό

  1. η προσεκτική παρακολούθηση ομιλίας, μουσικού έργου ή άλλης πηγής ήχου
  2. η υποδοχή κάποιου ώστε να κάνει επίσημο αίτημα (συνήθως σε αρχή)
  3. η παρουσίαση γεγονότων, επιχειρημάτων, μαρτυρίας κλπ. μπροστά σε δικαστικές αρχές
  4. (ιατρική) διάγνωση από την παρατήρηση των ήχων που παράγονται στο σώμα

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ακροώμαι

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία