Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακρωτηριασμένος η ακρωτηριασμένη το ακρωτηριασμένο
      γενική του ακρωτηριασμένου της ακρωτηριασμένης του ακρωτηριασμένου
    αιτιατική τον ακρωτηριασμένο την ακρωτηριασμένη το ακρωτηριασμένο
     κλητική ακρωτηριασμένε ακρωτηριασμένη ακρωτηριασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακρωτηριασμένοι οι ακρωτηριασμένες τα ακρωτηριασμένα
      γενική των ακρωτηριασμένων των ακρωτηριασμένων των ακρωτηριασμένων
    αιτιατική τους ακρωτηριασμένους τις ακρωτηριασμένες τα ακρωτηριασμένα
     κλητική ακρωτηριασμένοι ακρωτηριασμένες ακρωτηριασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακρωτηριασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ακρωτηριάζω

  Μετοχή επεξεργασία

ακρωτηριασμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ακρωτηριάζω

  Μεταφράσεις επεξεργασία