Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ακροβολιστής οι ακροβολιστές
      γενική του ακροβολιστή των ακροβολιστών
    αιτιατική τον ακροβολιστή τους ακροβολιστές
     κλητική ακροβολιστή ακροβολιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακροβολιστής < αρχαία ελληνική ἀκροβολιστής < ἀκροβόλος < ἄκρος + βάλλω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ακροβολιστής αρσενικό

  1. (στρατιωτικός όρος) στρατιώτης που πολεμά σε αραιή διάταξη, δηλαδή του οποίου η μονάδα έχει διασκορπιστεί σε ολόκληρο το πεδίο μάχης
  2. ελεύθερος σκοπευτής σε ψηλό σημείο (άκρο) συχνά κρυφός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία