ακροβολιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακροβολιστής < αρχαία ελληνική ἀκροβολιστής < ἀκροβόλος < ἄκρος + βάλλω
Ουσιαστικό επεξεργασία
ακροβολιστής αρσενικό
- (στρατιωτικός όρος) στρατιώτης που πολεμά σε αραιή διάταξη, δηλαδή του οποίου η μονάδα έχει διασκορπιστεί σε ολόκληρο το πεδίο μάχης
- ελεύθερος σκοπευτής σε ψηλό σημείο (άκρο) συχνά κρυφός
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακροβολιστής