Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακριβοπληρώνω < ακριβο- (ακριβός) + πληρώνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.kɾi.vo.pliˈɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κρι‐βο‐πλη‐ρώ‐νω

  Ρήμα επεξεργασία

ακριβοπληρώνω, πρτ.: ακριβοπλήρωνα, αόρ.: ακριβοπλήρωσα, παθ.φωνή: ακριβοπληρώνομαι, π.αόρ.: ακριβοπληρώθηκα, μτχ.π.π.: ακριβοπληρωμένος

  1. πληρώνω περισσότερο από ό,τι θα έπρεπε
  2. (μεταφορικά) υφίσταμαι με δριμύτητα τις συνέπειες ενός λάθους μου

Συνώνυμα επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία