Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακουστά < ακουστός

  Επίρρημα επεξεργασία

ακουστά

  1. για κάτι που το έχουμε ακούσει, που το γνωρίζουμε εξ ακοής
    Τον ξέρεις τον Τάδε το γιατρό; - Τον έχω ακουστά.

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ακουστά