ακουστά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
ακουστά < ακουστός
Επίρρημα επεξεργασία
ακουστά
- για κάτι που το έχουμε ακούσει, που το γνωρίζουμε εξ ακοής
- Τον ξέρεις τον Τάδε το γιατρό; - Τον έχω ακουστά.
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακουστά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
ακουστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ακουστό