Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ακουμπήσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ακουμπώ
  2. θα ακουμπήσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ακουμπώ