Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακινητοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος ακινητοποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

ακινητοποιούμαι (

  • με ακινητοποιούν

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία