Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ακινητοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ακινητοποιώ
  2. θα ακινητοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ακινητοποιώ

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

ακινητοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ακινητοποίηση