Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακαταλαβίστικα < ακαταλαβίστικος

  Επίρρημα επεξεργασία

ακαταλαβίστικα

  1. χωρίς να μπορεί κανείς να καταλάβει τι ειπώθηκε
    μιλούσε ακαταλαβίστικα

  Μεταφράσεις επεξεργασία


  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ακαταλαβίστικα ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ακαταλαβίστικο